ραβδοδίαιτος

ραβδοδίαιτος
-ον, Α
(για τον ζωγράφο Παρράσιο και ως παρωδία τού αβροδίαιτος) αυτός ο οποίος ζει με τα έσοδα που τού παρέχει το ζωγραφικό ραβδί, δηλαδή η σιδερένια καρφίτσα ή το αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο τα οποία χρησιμοποιούσαν στην εγκαυστική ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -διαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥαβδοδίαιτος — living by the painter s stile masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”